Ἐφάρμοστος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐφάρμοστος οἱ Ἐφάρμοστοι
      γενική τοῦ Ἐφαρμόστου τῶν Ἐφαρμόστων
      δοτική τῷ Ἐφαρμόστ τοῖς Ἐφαρμόστοις
    αιτιατική τὸν Ἐφάρμοστον τοὺς Ἐφαρμόστους
     κλητική ! Ἐφάρμοστε Ἐφάρμοστοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐφαρμόστω
γεν-δοτ τοῖν  Ἐφαρμόστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἐφάρμοστος < (ἐφαρμόζω) ἐφαρμοσ- + -τος[1]

Κύριο όνομα

Ἐφάρμοστος αρσενικό

Σημειώσεις

γνωστότεροι οι:

Συγγενικά

  • ἁρμοστός
  • εὐάρμοστος
  • ἐφαρμογή
  • ἐφάρμοσις
  • ἐφαρμοστέος

Αναφορές

  1. σελ.866.jpg - Ἐφάρμοστος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.