Ἐλευσίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἐλευσῑν-
ονομαστική Ἐλευσίς αἱ Ἐλευσῖνες
      γενική τῆς Ἐλευσῖνος τῶν Ἐλευσίνων
      δοτική τῇ Ἐλευσῖν ταῖς Ἐλευσῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἐλευσῖν τὰς Ἐλευσῖνᾰς
     κλητική ! Ἐλευσίς Ἐλευσῖνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐλευσῖνε
γεν-δοτ τοῖν  Ἐλευσίνοιν
Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό.
συνήθως στον ενικό
3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίς' όπως «δελφίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἐλευσίς < ἐλεύσομαι

Κύριο όνομα

Ἐλευσίς θηλυκό ενικός

  1. σπουδαία πόλη της Αττικής
  2. δύο πόλεις στην αρχαία Αίγυπτο

Παράγωγα

  • Ἐλευσίνιος
  • Ἐλευσίνια
  • Ἐλευσίνιον
  • Ἐλευσίναδε
  • Ἐλευσινόθεν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.