*εἴκω

Αρχαία ελληνικά (grc)

αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 

Ετυμολογία

*εἴκω: αμάρτυρος ενεστώτας *εἴκω  δείτε τη λέξη ἔοικα

Ρήμα

*εἴκω

  • Για τη σημασία «ενδίδω, υποχωρώ» δείτε το ρήμα εἴκω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.