ἔνθρονος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔνθρονος τὸ ἔνθρονον
      γενική τοῦ/τῆς ἐνθρόνου τοῦ ἐνθρόνου
      δοτική τῷ/τῇ ἐνθρόν τῷ ἐνθρόν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔνθρονον τὸ ἔνθρονον
     κλητική ! ἔνθρονε ἔνθρονον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔνθρονοι τὰ ἔνθρον
      γενική τῶν ἐνθρόνων τῶν ἐνθρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐνθρόνοις τοῖς ἐνθρόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐνθρόνους τὰ ἔνθρον
     κλητική ! ἔνθρονοι ἔνθρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐνθρόνω τὼ ἐνθρόνω
      γεν-δοτ τοῖν ἐνθρόνοιν τοῖν ἐνθρόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἔνθρονος < ἔν- + θρόνος

Επίθετο

ἔνθρονος, -ος,-ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.