ἔνθρονος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔνθρονος | τὸ | ἔνθρονον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐνθρόνου | τοῦ | ἐνθρόνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐνθρόνῳ | τῷ | ἐνθρόνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔνθρονον | τὸ | ἔνθρονον | ||
| κλητική ὦ! | ἔνθρονε | ἔνθρονον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔνθρονοι | τὰ | ἔνθρονᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐνθρόνων | τῶν | ἐνθρόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐνθρόνοις | τοῖς | ἐνθρόνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐνθρόνους | τὰ | ἔνθρονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἔνθρονοι | ἔνθρονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνθρόνω | τὼ | ἐνθρόνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐνθρόνοιν | τοῖν | ἐνθρόνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἔνθρονος < ἔν- + θρόνος
Πηγές
- ἔνθρονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.