ἔμφασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἔμφασις < ἐμφαίνω

Ουσιαστικό

ἔμφασις θηλυκό (ελληνιστική)

  1. η εικόνα, η αντανάκλαση σε νερό ή καθρέφτη, η εμφάνιση
  2. η εκδήλωση, το επιφανειακό, τα φαινόμενα
  3. νόημα, σημασία
  4. υπαινιγμός
  5. (η σημερινή σημασία της έμφασης προήλθε μάλλον από τις έννοιες του εμφαίνω και του εμφαντικός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.