ἔμπηρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔμπηρος | τὸ | ἔμπηρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐμπήρου | τοῦ | ἐμπήρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐμπήρῳ | τῷ | ἐμπήρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔμπηρον | τὸ | ἔμπηρον | ||
| κλητική ὦ! | ἔμπηρε | ἔμπηρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔμπηροι | τὰ | ἔμπηρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐμπήρων | τῶν | ἐμπήρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐμπήροις | τοῖς | ἐμπήροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐμπήρους | τὰ | ἔμπηρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἔμπηροι | ἔμπηρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐμπήρω | τὼ | ἐμπήρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐμπήροιν | τοῖν | ἐμπήροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἔμπηρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἔμπηρος, -ος, -ον
- ανάπηρος, ακρωτηριασμένος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 196.3
- ὡς γὰρ δὴ διεξέλθοι ὁ κῆρυξ πωλέων τὰς εὐειδεστάτας τῶν παρθένων, ἀνίστη ἂν τὴν ἀμορφεστάτην ἢ εἴ τις αὐτέων ἔμπηρος ἦν, καὶ ταύτην ἀνεκήρυσσε, ὅστις θέλοι ἐλάχιστον χρυσίον λαβὼν συνοικέειν αὐτῇ, ἐς ὃ τῷ τὸ ἐλάχιστον ὑπισταμένῳ προσέκειτο·
- Γιατί, όταν ο κήρυκας τέλειωνε με τη σειρά πουλώντας τις πιο όμορφες κοπέλες, τότε σήκωνε την πιο άσχημη ή αν καμιά τύχαινε ανάμεσά τους να είναι σακάτισσα, και γι᾽ αυτήν τώρα φώναζε ποιός θα ήθελε να την κάνει γυναίκα του παίρνοντας για αμοιβή ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό·
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὡς γὰρ δὴ διεξέλθοι ὁ κῆρυξ πωλέων τὰς εὐειδεστάτας τῶν παρθένων, ἀνίστη ἂν τὴν ἀμορφεστάτην ἢ εἴ τις αὐτέων ἔμπηρος ἦν, καὶ ταύτην ἀνεκήρυσσε, ὅστις θέλοι ἐλάχιστον χρυσίον λαβὼν συνοικέειν αὐτῇ, ἐς ὃ τῷ τὸ ἐλάχιστον ὑπισταμένῳ προσέκειτο·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 1, p.140 @scaife.perseus
- ἔπειτα δὲ, ὁκόσα ἀνάγκας ἔχει τῶν νοσημάτων, ὥστε, ὅταν γένηται, εἶναι ἢ μακρὰ, ἢ βραχέα, ἢ θανάσιμα, ἢ μὴ θανάσιμα, ἢ ἔμπηρόν τι τοῦ σώματος γενέσθαι, ἢ μὴ ἔμπηρον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 196.3
Συγγενικά
- → και δείτε τη λέξη πηρός
Πηγές
- ἔμπηρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔμπηρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.