ἔκτρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἔκτρωμᾰ | τὰ | ἐκτρώμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ἐκτρώμᾰτος | τῶν | ἐκτρωμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ἐκτρώμᾰτῐ | τοῖς | ἐκτρώμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ἔκτρωμᾰ | τὰ | ἐκτρώμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ἔκτρωμᾰ | ἐκτρώμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκτρώμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐκτρωμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἔκτρωμα ουδέτερο
Αναφορές
- s.v. «έκτρωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἔκτρωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔκτρωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.