ἔκτακτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔκτακτος | τὸ | ἔκτακτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐκτάκτου | τοῦ | ἐκτάκτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐκτάκτῳ | τῷ | ἐκτάκτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔκτακτον | τὸ | ἔκτακτον | ||
| κλητική ὦ! | ἔκτακτε | ἔκτακτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔκτακτοι | τὰ | ἔκτακτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐκτάκτων | τῶν | ἐκτάκτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐκτάκτοις | τοῖς | ἐκτάκτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐκτάκτους | τὰ | ἔκτακτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἔκτακτοι | ἔκτακτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκτάκτω | τὼ | ἐκτάκτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐκτάκτοιν | τοῖν | ἐκτάκτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἔκτακτος < ἐκτάσσω (παρατάσσω, συγκεντρώνω)[1]
Επίθετο
ἔκτακτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (στρατιωτικός όρος) (για στρατιώτες) αποσπασμένος σε ειδική υπηρεσία
Παράγωγα
- ἐκτάκτως (επίρρημα)
Αναφορές
- έκτακτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἔκτακτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.