ἔγκλημα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἔγκλημα < ἐγκαλέω-ἐγκαλῶ

Ουσιαστικό

ἔγκλημα ουδέτερο

  1. κατηγορία, διαμαρτυρία, παράπονο
    ἐμοὶ ἀνόσιον ἔγκλημα προσέβαλεν : με κατηγόρησε άδικα
  2. έγκλημα, αδίκημα
    ὅτε γὰρ τὸ ἔγκλημα ἐγένετο : όταν έγινε το αδίκημα
  3. καταγγελία
    δίκαι τε καὶ ἐγκλήματα πρὸς ἀλλήλους : δίκες και κατηγορίες μεταξύ τους
  4. κατηγορητήριο έγγραφο
    τοῦτο τὸ ἔγκλημα ἔγραφον ἐγὼ : εγώ έγραψα αυτό το (κατηγορητήριο) έγγραφο
     συνώνυμα: λῆξις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.