ἑκατονταετία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἑκατονταετίᾱ | αἱ | ἑκατονταετίαι |
| γενική | τῆς | ἑκατονταετίᾱς | τῶν | ἑκατονταετιῶν |
| δοτική | τῇ | ἑκατονταετίᾳ | ταῖς | ἑκατονταετίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἑκατονταετίᾱν | τὰς | ἑκατονταετίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἑκατονταετίᾱ | ἑκατονταετίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑκατονταετίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑκατονταετίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.