ἑκατοντάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἑκατοντάς | αἱ | ἑκατοντάδες |
| γενική | τῆς | ἑκατοντάδος | τῶν | ἑκατοντάδων |
| δοτική | τῇ | ἑκατοντάδῐ | ταῖς | ἑκατοντάσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἑκατοντάδᾰ | τὰς | ἑκατοντάδᾰς |
| κλητική ὦ! | ἑκατοντάς | ἑκατοντάδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑκατοντάδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑκατοντάδοιν | ||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Πηγές
- ἑκατοντάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑκατοντάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.