ἑκατοντάς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑκατοντάς αἱ ἑκατοντάδες
      γενική τῆς ἑκατοντάδος τῶν ἑκατοντάδων
      δοτική τῇ ἑκατοντάδ ταῖς ἑκατοντάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἑκατοντάδ τὰς ἑκατοντάδᾰς
     κλητική ! ἑκατοντάς ἑκατοντάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑκατοντάδε
γεν-δοτ τοῖν  ἑκατοντάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἑκατοντάς ἑκατόν > ἑκατοντ- + -άς  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sm̥-ḱm̥tóm < *sem- (ένας) + *ḱm̥tóm (< *déḱm̥: δέκα)

Ουσιαστικό

ἑκατοντάς θηλυκό

  • εκατοντάδα
      5ος αιώνας πκε Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 7, 184, 15-20
    Τοῦτο μὲν δὴ τὸ ἐκ τῆς Ἀσίης ναυτικὸν ἦν, σύμπαν ἐὸν πεντήκοντα μυριάδες καὶ μία, χιλιάδες δὲ ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτὰ καὶ πρὸς ἑκατοντάδες ἓξ καὶ δεκάς. Τοῦ δὲ πεζοῦ ἑβδομήκοντα καὶ ἑκατὸν μυριάδες ἐγίνοντο, τῶν δὲ ἱππέων ὀκτὼ μυριάδες.

Συγγενικά=

  • ἑκατοντα-

 και δείτε τη λέξη ἑκατόν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.