ἐφεδρεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐφεδρεύω
- κάθομαι πάνω σε κάτι ή κάποιον
- ὦ νὺξ μέλαινα, χρυσέων ἄστρων τροφέ,ἐν ᾗ τόδ᾽ ἄγγος τῷδ᾽ ἐφεδρεῦον κάρᾳ (Εὐριπίδης, Ἡλέκτρα, 55-56)
- στηρίζομαι
- παραμονεύω, επιτηρώ, καιροφυλακτώ
- επιβουλεύομαι
- παραμένω, σταματώ
- είμαι έφεδρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.