καιροφυλακτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καιροφυλακτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καιροφυλακτῶ / καιροφυλακτέω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.ɾo.fi.laˈkto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καιροφυλακτώ

Ρήμα

καιροφυλακτώ, πρτ.: καιροφυλακτούσα, αόρ.: καιροφυλάκτησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • αναζητώ την κατάλληλη περίσταση για να δράσω, παραμονεύω, καραδοκώ
      Ήμουν τρελή· κι έτρεμα από ζήλεια βλέποντας, καθώς καιροφυλακτούσα πίσω από εκείνη τη γωνία, τη δεσποινίδα Νίνα Νικολάου να μπαίνει στο σπίτι του κ. Τασάκου.
    Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956

Κλίση

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη παραμονεύω

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.