ἐρίπλευρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐρίπλευρος | τὸ | ἐρίπλευρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐριπλεύρου | τοῦ | ἐριπλεύρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐριπλεύρῳ | τῷ | ἐριπλεύρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐρίπλευρον | τὸ | ἐρίπλευρον | ||
| κλητική ὦ! | ἐρίπλευρε | ἐρίπλευρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐρίπλευροι | τὰ | ἐρίπλευρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐριπλεύρων | τῶν | ἐριπλεύρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐριπλεύροις | τοῖς | ἐριπλεύροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐριπλεύρους | τὰ | ἐρίπλευρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐρίπλευροι | ἐρίπλευρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐριπλεύρω | τὼ | ἐριπλεύρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐριπλεύροιν | τοῖν | ἐριπλεύροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐρίπλευρος < ἐρί- + -πλευρος
Επίθετο
ἐρίπλευρος, -ος, -ον
- (σπάνιο) που έχει δυνατές πλευρές, στιβαρός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 236 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.235-4.238)
- βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ | ἔντεσιν αὐχένας ἐμβάλλων τ᾽ ἐριπλεύρῳ φυᾷ | κέντρον αἰανὲς βιατὰς ἐξεπόνησ᾽ ἐπιτακτὸν ἀνήρ | μέτρον.
- έβαλε στους αυχένες τους βοδινούς | το σύνεργο να τους κρατάει γερά και τη βουκέντρα μπήγοντας αδιάκοπα στα στιβαρά πλευρά τους | ο άντρας ο χεροδύναμος ξετέλεψε το έργο που του είχε οριστεί.
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ | ἔντεσιν αὐχένας ἐμβάλλων τ᾽ ἐριπλεύρῳ φυᾷ | κέντρον αἰανὲς βιατὰς ἐξεπόνησ᾽ ἐπιτακτὸν ἀνήρ | μέτρον.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 236 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (4.235-4.238)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πλευρά
Πηγές
- ἐρίπλευρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.