ἐρίπλευρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐρίπλευρος τὸ ἐρίπλευρον
      γενική τοῦ/τῆς ἐριπλεύρου τοῦ ἐριπλεύρου
      δοτική τῷ/τῇ ἐριπλεύρ τῷ ἐριπλεύρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐρίπλευρον τὸ ἐρίπλευρον
     κλητική ! ἐρίπλευρε ἐρίπλευρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐρίπλευροι τὰ ἐρίπλευρ
      γενική τῶν ἐριπλεύρων τῶν ἐριπλεύρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐριπλεύροις τοῖς ἐριπλεύροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐριπλεύρους τὰ ἐρίπλευρ
     κλητική ! ἐρίπλευροι ἐρίπλευρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐριπλεύρω τὼ ἐριπλεύρω
      γεν-δοτ τοῖν ἐριπλεύροιν τοῖν ἐριπλεύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐρίπλευρος < ἐρί- + -πλευρος

Επίθετο

ἐρίπλευρος, -ος, -ον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.