ἐπιστολικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐπιστολικός | ἡ | ἐπιστολική | τὸ | ἐπιστολικόν |
| γενική | τοῦ | ἐπιστολικοῦ | τῆς | ἐπιστολικῆς | τοῦ | ἐπιστολικοῦ |
| δοτική | τῷ | ἐπιστολικῷ | τῇ | ἐπιστολικῇ | τῷ | ἐπιστολικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἐπιστολικόν | τὴν | ἐπιστολικήν | τὸ | ἐπιστολικόν |
| κλητική ὦ! | ἐπιστολικέ | ἐπιστολική | ἐπιστολικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐπιστολικοί | αἱ | ἐπιστολικαί | τὰ | ἐπιστολικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἐπιστολικῶν | τῶν | ἐπιστολικῶν | τῶν | ἐπιστολικῶν |
| δοτική | τοῖς | ἐπιστολικοῖς | ταῖς | ἐπιστολικαῖς | τοῖς | ἐπιστολικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἐπιστολικούς | τὰς | ἐπιστολικᾱ́ς | τὰ | ἐπιστολικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἐπιστολικοί | ἐπιστολικαί | ἐπιστολικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιστολικώ | τὼ | ἐπιστολικᾱ́ | τὼ | ἐπιστολικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιστολικοῖν | τοῖν | ἐπιστολικαῖν | τοῖν | ἐπιστολικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ἐπιστέλλω και στέλλω
Πηγές
- ἐπιστολικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.