ἐπιναύσιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπιναύσιος τὸ ἐπιναύσιον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιναυσίου τοῦ ἐπιναυσίου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιναυσί τῷ ἐπιναυσί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπιναύσιον τὸ ἐπιναύσιον
     κλητική ! ἐπιναύσιε ἐπιναύσιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπιναύσιοι τὰ ἐπιναύσι
      γενική τῶν ἐπιναυσίων τῶν ἐπιναυσίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιναυσίοις τοῖς ἐπιναυσίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιναυσίους τὰ ἐπιναύσι
     κλητική ! ἐπιναύσιοι ἐπιναύσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιναυσίω τὼ ἐπιναυσίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιναυσίοιν τοῖν ἐπιναυσίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐπιναύσιος < ἐπί + ναυσία

Επίθετο

ἐπιναύσιος, -ος, -ον

  • που νοιώθει ναυτία
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De dentitione, Section 3, @scaife.perseus
    3. Τὰ πουλὺ διουρέοντα τῶν θηλαζόντων ἥκιστα ἐπιναύσια.
      2ος πκε αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 31.14.1, @scaife.perseus
    ταῦτα διαναγνοὺς ὁ Δημήτριος καὶ συννοήσας τὰς ὑποθέσεις, καὶ τίνες καὶ παρὰ τίνος εἰσίν, παραυτίκα προσποιηθεὶς ὡς ἐπιναύσιος γεγονὼς ἀπηλλάττετο, συμπροπεμπόντων αὐτὸν καὶ τῶν φίλων.

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.