ἐπακολουθέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐπακολουθέω < ἐπί + ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ

Ρήμα

ἐπακολουθέω

  1. ακολουθώ από κοντά
  2. διώκω, καταδιώκω
  3. ακολουθώ νοερώς, κατανοώ
  4. υπακούω, συμμορφώνομαι
  5. αφοσιώνομαι

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.