νοερώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νοερώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νοερῶς[1] < αρχαία ελληνική νοερός. Συγχρονικά αναλύεται σε νοερ(ός) + -ώς
Προφορά
- ΔΦΑ : /no.eˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐ε‐ρώς
- ομόηχο: νοερός
Αναφορές
- «νοερός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.