ἐπαινετέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐπαινετέος | ἡ | ἐπαινετέᾱ | τὸ | ἐπαινετέον |
| γενική | τοῦ | ἐπαινετέου | τῆς | ἐπαινετέᾱς | τοῦ | ἐπαινετέου |
| δοτική | τῷ | ἐπαινετέῳ | τῇ | ἐπαινετέᾳ | τῷ | ἐπαινετέῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἐπαινετέον | τὴν | ἐπαινετέᾱν | τὸ | ἐπαινετέον |
| κλητική ὦ! | ἐπαινετέε | ἐπαινετέᾱ | ἐπαινετέον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐπαινετέοι | αἱ | ἐπαινετέαι | τὰ | ἐπαινετέᾰ |
| γενική | τῶν | ἐπαινετέων | τῶν | ἐπαινετέων | τῶν | ἐπαινετέων |
| δοτική | τοῖς | ἐπαινετέοις | ταῖς | ἐπαινετέαις | τοῖς | ἐπαινετέοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἐπαινετέους | τὰς | ἐπαινετέᾱς | τὰ | ἐπαινετέᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐπαινετέοι | ἐπαινετέαι | ἐπαινετέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπαινετέω | τὼ | ἐπαινετέᾱ | τὼ | ἐπαινετέω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπαινετέοιν | τοῖν | ἐπαινετέαιν | τοῖν | ἐπαινετέοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐπαινετέος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐπαινετέ(ον) (όπως στον Πλάτωνα) + -ος < αρχαία ελληνική ἐπαινέω / ἐπαινῶ
Πηγές
- ἐπαινετέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπαινετέον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.