ἐπίκλυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐπίκλυσῐς | αἱ | ἐπικλύσεις |
| γενική | τῆς | ἐπικλύσεως | τῶν | ἐπικλύσεων |
| δοτική | τῇ | ἐπικλύσει | ταῖς | ἐπικλύσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἐπίκλυσῐν | τὰς | ἐπικλύσεις |
| κλητική ὦ! | ἐπίκλυσῐ | ἐπικλύσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπικλύσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπικλυσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐπίκλυσις < ἐπικλύζω, ἐπικλυ- + -σις(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Πηγές
- ἐπίκλυσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίκλυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.