ἐπίκλυσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπίκλυσῐς αἱ ἐπικλύσεις
      γενική τῆς ἐπικλύσεως τῶν ἐπικλύσεων
      δοτική τῇ ἐπικλύσει ταῖς ἐπικλύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπίκλυσῐν τὰς ἐπικλύσεις
     κλητική ! ἐπίκλυσῐ ἐπικλύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπικλύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπικλυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐπίκλυσις < ἐπικλύζω, ἐπικλυ- + -σις(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

ἐπίκλυσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.