ἐξ ὑποβολῆς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐξ ὑποβολῆς <  δείτε τις λέξεις ἐξ, ὑποβολῆς και ὑποβολή

Έκφραση

ἐξ ὑποβολῆς

  1. με παραίνεση, νουθεσία
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 3, 3.37 @scaife.perseus
    ὧν γὰρ ἂν ὀψιμαθεῖς ἄνθρωποι γένωνται, οὐδὲν θαυμαστὸν εἴ τινες αὐτῶν καὶ τοῦ ὑπομιμνῄσκοντος δέοιντο, ἀλλʼ ἀγαπητὸν εἰ καὶ ἐξ ὑποβολῆς δύναιντο ἄνδρες ἀγαθοὶ εἶναι.
  2. με πρόταση, σύσταση
  3. με υπαγόρευση
  4. (λέω κάτι) με υποβολέα
  5. (για ομιλία, λόγο) με διακοπή
  6. (για ραψωδούς) το να αρχίζει κανείς την απαγγελία από το σημείο που σταμάτησε ο προηγούμενος ραψωδός
      3ος κε αιώνας Διογένης Λαέρτιος, Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, 1.2.57 @scaife.perseus
    Τά τε Ὁμήρου ἐξ ὑποβολῆς γέγραφε ῥαψῳδεῖσθαι, οἷον ὅπου ὁ πρῶτος ἔληξεν, ἐκεῖθεν ἄρχεσθαι τὸν ἐχόμενον.
  7. (ιατρική) (αἱ ἐξ ὑποβολῆς ἐγχρίσεις): (σχετικά με τα βλέφαρα) επάλειψη από κάτω, από μέσα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.