ἐμπολάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐμπολάω/ἐμπολῶ
- εμπορεύομαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 456 (στίχοι 455-456)
- οἱ δ᾽ ἐνιαυτὸν ἅπαντα παρ᾽ ἡμῖν αὖθι μένοντες | ἐν νηῒ γλαφυρῇ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο.
- Μείναν αυτοί στα μέρη μας έναν ακέραιο χρόνο, | πουλώντας κι αγοράζοντας του κόσμου τ᾽ αγαθά.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ ἐνιαυτὸν ἅπαντα παρ᾽ ἡμῖν αὖθι μένοντες | ἐν νηῒ γλαφυρῇ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 456 (στίχοι 455-456)
- πουλώ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 448 (447-448)
- κεἴ τις δορυξὸς ἢ κάπηλος ἀσπίδων, | ἵν᾽ ἐμπολᾷ βέλτιον, ἐπιθυμεῖ μαχῶν,—
- Κι αν κανείς κονταράς ή ασπιδοπώλης, | για να ᾽χει τζίρο, επιθυμεί τις μάχες…
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- κεἴ τις δορυξὸς ἢ κάπηλος ἀσπίδων, | ἵν᾽ ἐμπολᾷ βέλτιον, ἐπιθυμεῖ μαχῶν,—
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 448 (447-448)
- αγοράζω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 1037 (1037-1038)
- κερδαίνετ᾽, ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων | ἤλεκτρον, εἰ βούλεσθε,
- Καλά κέρδη λοιπόν, εμπορευτείτε κι αγοράστε | αν θέλετε το ήλεκτρο απ᾽ τις Σάρδεις
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- κερδαίνετ᾽, ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων | ἤλεκτρον, εἰ βούλεσθε,
- ≈ συνώνυμα: ὠνοῦμαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 1037 (1037-1038)
- κερδίζω μέσω του εμπορίου, αποκτώ, αποφέρω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 93 (92-93)
- χώρει νυν, ὦ παῖ· καὶ γὰρ ὑστέρῳ, τό γ᾽ εὖ | πράσσειν ἐπεὶ πύθοιτο, κέρδος ἐμπολᾷ.
- Πήγαινε, γιε μου, γιατί κι αν κανένας καθυστερήσει, τα καλά | μαντάτα, μια και τα μάθει, κέρδος του είναι πάντα.
- Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- Προχώρα, παιδί μου, γιατί και αργότερα τα καλά | μαντάτα αφού τα μάθει, κέρδος αποκτά.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Πήγαινε, γιε μου, γιατί κι αν κανένας καθυστερήσει, τα καλά | μαντάτα, μια και τα μάθει, κέρδος του είναι πάντα.
- χώρει νυν, ὦ παῖ· καὶ γὰρ ὑστέρῳ, τό γ᾽ εὖ | πράσσειν ἐπεὶ πύθοιτο, κέρδος ἐμπολᾷ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 93 (92-93)
- (μεταφορικά) επωφελούμαι με το να ασχολούμαι με κάτι/κάποιον
- (μεταφορικά) πράττω κάτι με επιτυχία, επιτυγχάνω
- ιωνικός και μεταγενέστερος τύπος: ἐμπολέω
Σύνθετα
- ἀπεμπολάω
- διεμπολάω
- ἐξεμπολάω
- παρεμπολάω
- προσεμπολάω
- συναπεμπολάω
Συγγενικά
- ἀνεμπόλητος
- ἀπεμπολή
- ἀπεμπόλησις
- ἀπεμπολητής
- ἐμπολά
- ἐμπολαῖος
- ἐμπολεύς
- ἐμπολή
- ἐμπόλημα
- ἐμπόλησις
- ἐμπολητός
- ἐμπόλιον
- παρεμπολή
- προεμπολεύς
Πηγές
- ἐμπολάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐμπολάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.