ἐλέφας

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἐλεφᾰντ-
ονομαστική ἐλέφᾱς οἱ ἐλέφᾰντες
      γενική τοῦ ἐλέφᾰντος τῶν ἐλεφᾰ́ντων
      δοτική τῷ ἐλέφᾰντ τοῖς ἐλέφᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἐλέφᾰντ τοὺς ἐλέφᾰντᾰς
     κλητική ! ἐλέφᾰν ἐλέφᾰντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλέφᾰντε
γεν-δοτ τοῖν  ἐλεφᾰ́ντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐλέφας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἐλέφας αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο ελέφαντας
  2. ελεφαντοστό

  • αιολικός τύπος: ἐλέφαις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.