ἐκφύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐκφύω < ἐκ + φύω

Ρήμα

ἐκφύω

  1. αποκτώ απογόνους (κυρίως για άνδρες)
    ὃς ἐξέφυσεν Ἀερόπης λέκτρων ἄπο Ἀγαμέμνον᾽ ἐμέ τε Μενέλεων (αυτός που από το κρεβάτι της Αερόπης απέκτησε τον Αγαμέμνονα κι εμένα) Ευρ. Ελένη, 391
  2. παράγω
    ἡ γῆ κατά καιρόν ἐκφύουσα πάντα
  3. ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω, φυτρώνω, παρουσιάζομαι
    κεφαλαὶ τρεῖς ἑνὸς αὐχένος ἐκπεφυῖαι (από έναν αυχένα φύτρωναν τρία κεφάλια)
    ἕλκεα ἐκφύουσιν (βγαίνουν έλκη, οιδήματα, πληγές)
  4. γεννημένος, εκ γενετής, από τη φύση του
    λάλημα ἐκπεφυκός (φλύαρος εκ γενετής)

Συγγενικά

  • η ἔκφυσις, -εως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.