ἐκτρέχω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐκτρέχω 
Παρατατικός  ἐξέτρεχον 
Μέλλοντας  ἐκθρέξομαι &
ἐκδραμοῦμαι 
Αόριστος  ἐξέδραμον 
Παρακείμενος  ἐκδεδράμηκα 
Υπερσυντέλικος  ἐξεδεδραμήκειν 
Συντελ.Μέλλ.  ἐκδεδραμηκώς ἔσομαι 

Ετυμολογία

ἐκτρέχω < ἐκ + τρέχω

Ρήμα

ἐκτρέχω

  1. τρέχω προς τα έξω, βγαίνω έξω τρέχοντας
  2. φεύγω τρέχοντας
  3. εξορμώ
  4. επιτίθεμαι
  5. αυξάνομαι, μεγαλώνω (για ...κέρατα ή για φυτά)
    Ἡ δ’ (ἄπιος ἡ) φωκὶς κολουομένη βελτίων πρὸς δένδρωσιν οὐ πρὸς εὐκαρπίαν· ἐκτρέχει γὰρ ἄγαν μὴ κολουσθεῖσα καὶ γίνεται μονόκωλος καὶ ἀσθενὴς, εἰ δὲ μὴ παραβλαστάνουσα δενδροῦται. (Θεόφραστος, Περί φυτών αιτιών, 93, 14)
  6. υπερβαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.