ἐκσκαφή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐκσκαφή | αἱ | ἐκσκαφαί |
| γενική | τῆς | ἐκσκαφῆς | τῶν | ἐκσκαφῶν |
| δοτική | τῇ | ἐκσκαφῇ | ταῖς | ἐκσκαφαῖς |
| αιτιατική | τὴν | ἐκσκαφήν | τὰς | ἐκσκαφᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ἐκσκαφή | ἐκσκαφαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκσκαφᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐκσκαφαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐκσκαφή < ἐκσκάπτω < ἐκ- + αρχαία ελληνική σκάπτω
Πηγές
- ἐκσκαφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.