Ἄνθεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἄνθει αἱ Ἄνθειαι
      γενική τῆς Ἀνθείᾱς τῶν Ἀνθειῶν
      δοτική τῇ Ἀνθεί ταῖς Ἀνθείαις
    αιτιατική τὴν Ἄνθειᾰν τὰς Ἀνθείᾱς
     κλητική ! Ἄνθει Ἄνθειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀνθεί
γεν-δοτ τοῖν  Ἀνθείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἄνθεια < ἄνθος

Κύριο όνομα

Ἄνθεια θηλυκό

  1. πόλη της Αχαΐας
  2. πόλη του Εύξεινου Πόντου, της σημερινής Σωζόπολης στη Βουλγαρία
  3. (προσωνυμία) της θεάς Ήρας, της Αφροδίτης
  4. (προσωνυμία στον πληθυντικό Ἄνθειαι) των Ωρών
    Ὧραι Ἄνθειαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.