Ἀφίδνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀφίδνη αἱ Ἀφίδναι
      γενική τῆς Ἀφίδνης τῶν Ἀφιδνῶν
      δοτική τῇ Ἀφίδν ταῖς Ἀφίδναις
    αιτιατική τὴν Ἀφίδνην τὰς Ἀφίδνᾱς
     κλητική ! Ἀφίδνη Ἀφίδναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀφίδν
γεν-δοτ τοῖν  Ἀφίδναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Δείτε καιἌφιδνα, αἱ Ἄφιδναι.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀφίδνη < Ἄφιδνα

Κύριο όνομα

Ἀφίδνη θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.