Ἀτρείδης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀτρείδης οἱ Ἀτρεῖδαι
      γενική τοῦ Ἀτρείδου τῶν Ἀτρειδῶν
      δοτική τῷ Ἀτρείδ τοῖς Ἀτρείδαις
    αιτιατική τὸν Ἀτρείδην τοὺς Ἀτρείδᾱς
     κλητική ! Ἀτρείδη Ἀτρεῖδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀτρείδ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀτρείδαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀτρείδης < Ἀτρε(ύς) + -ίδης

Κύριο όνομα

Ἀτρείδης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.