ἄωτον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ουδέτερο ἄωτον ή αρσενικό ἄωτος | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἄωτον | τὰ | ἄωτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ἀώτου | τῶν | ἀώτων | ||||
| δοτική | τῷ | ἀώτῳ | τοῖς | ἀώτοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ἄωτον | τὰ | ἄωτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ἄωτον | ἄωτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀώτω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀώτοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία 1
Ουσιαστικό
ἄωτον ουδέτερο
- καλής ποιότητας μαλλί προβάτου
- το καλύτερο μέρος ενός οποιουδήποτε πράγματος
- εκφράσεις: ἄκρον ἄωτον (ελληνιστική κοινή)
- ἄωτος (αρσενικό)
Ετυμολογία 2
- ἄωτον: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ἄωτον
Αναφορές
- «άωτον» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἄωτον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄωτον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.