ἄφραστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄφραστος | τὸ | ἄφραστον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀφράστου | τοῦ | ἀφράστου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀφράστῳ | τῷ | ἀφράστῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄφραστον | τὸ | ἄφραστον | ||
| κλητική ὦ! | ἄφραστε | ἄφραστον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄφραστοι | τὰ | ἄφραστᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀφράστων | τῶν | ἀφράστων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀφράστοις | τοῖς | ἀφράστοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀφράστους | τὰ | ἄφραστᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄφραστοι | ἄφραστᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφράστω | τὼ | ἀφράστω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀφράστοιν | τοῖν | ἀφράστοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἄφραστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἄφραστος, -ος, -ον
- ανείπωτος, ανέκφραστος, θαυμάσιος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 820 ((819-820))
- ὥς μοι βαρεῖα καὶ δόμοις ἐπεστάθης, | κηλὶς ἄφραστος ἐξ ἀλαστόρων τινός·
- Ποιός δαίμονας κακός το σπιτικό μου | κι εμένα μ᾽ αίσχη ανείπωτα μας λέρωσε;
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- ὥς μοι βαρεῖα καὶ δόμοις ἐπεστάθης, | κηλὶς ἄφραστος ἐξ ἀλαστόρων τινός·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 820 ((819-820))
- μη διακρινόμενος, απαρατήρητος
Παράγωγα
- ἀφράστως (επίρρημα)
Πηγές
- ἄφραστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄφραστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.