ἄπονος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἄπονος | τὸ ἄπονον | οἱ, αἱ ἄπονοι | τὰ ἄπονα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀπόνου | τοῦ ἀπόνου | τῶν ἀπόνων | τῶν ἀπόνων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀπόνῳ | τῷ ἀπόνῳ | τοῖς, ταῖς ἀπόνοις | τοῖς ἀπόνοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἄπονον | τὸ ἄπονον | τοὺς, τὰς ἀπόνους | τὰ ἄπονα |
| Κλητική | ἄπονε | ἄπονον | ἄπονοι | ἄπονα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀπόνω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀπόνοιν | |||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πόνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.