ἁδήν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ἀδην-, ἀδεν- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | ἁδήν | οἱ | ἁδένες | ||||
| γενική | τοῦ | ἁδένος | τῶν | ἁδένων | ||||
| δοτική | τῷ | ἁδένῐ | τοῖς | ἁδέσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἁδένᾰ | τοὺς | ἁδένᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ἁδήν | ἁδένες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁδένε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἁδένοιν | ||||||
| Δείτε με ψιλή το «ἀδήν», θηλυκό (ή και αρσενικό). | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ποιμήν' όπως «ποιμήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἁδήν < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ἁδήν αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή , ανατομία) μορφή του αρχαίου ἀδήν (θηλυκό, ή και αρσενικό) ο αδένας
- → χρειάζεται παράθεμα Hdn.Gr.1.15
- ἁδήν (αρσενικό)
Πηγές
- ἀδήν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.