ἀδήν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀδην-, ἀδεν-
ονομαστική
ἀδήν αἱ
οἱ
ἀδένες
      γενική τῆς
τοῦ
ἀδένος τῶν ἀδένων
      δοτική τῇ
τῷ
ἀδέν ταῖς
τοῖς
ἀδέσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν
τὸν
ἀδέν τὰς
τοὺς
ἀδένᾰς
     κλητική ! ἀδήν ἀδένες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδένε
γεν-δοτ τοῖν  ἀδένοιν
Και ως αρσενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'ποιμήν' όπως «ποιμήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀδήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁engʷ-

Ουσιαστικό

ἀδήν θηλυκό ή και αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.