ἁγνείας πεῖρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ἁγνείας πεῖρα < (καθαρεύουσα) < αρχαία ελληνική ἁγνεία (αγνότητα, καθαρότητα) & πεῖρα (δοκιμασία). Ο όρος είναι δημιουργία του Αδαμάντιου Αδαμαντίου, σε ομότιτλη μελέτη που δημοσίευσε το 1909 στο περιοδικό Λαογραφία,[1] που είχε ως θέμα την παράσταση στη θεομητορική εικονογραφία της δοκιμασίας της αγνότητας της Παναγίας.

Πολυλεκτικός όρος

ἁγνείας πεῖρα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ.461, Τόμος Α - Αδαμάντιου Αδαμαντίου, «Αγνείας Πείρα», Λαογραφία, Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία. Εν Αθήναις: Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1909. Τόμος Α, σελ.461-563

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.