ἀφοπλισμός

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀφοπλισμός οἱ ἀφοπλισμοί
      γενική τοῦ ἀφοπλισμοῦ τῶν ἀφοπλισμῶν
      δοτική τῷ ἀφοπλισμ τοῖς ἀφοπλισμοῖς
    αιτιατική τὸν ἀφοπλισμόν τοὺς ἀφοπλισμούς
     κλητική ! ἀφοπλισμέ ἀφοπλισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀφοπλισμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀφοπλισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀφοπλισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀφοπλίζω < αρχαία ελληνική ἀφοπλίζομαι < ἀπό + ὅπλον

Ουσιαστικό

ἀφοπλισμός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.