ἀφιλία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀφιλί αἱ ἀφιλίαι
      γενική τῆς ἀφιλίᾱς τῶν ἀφιλιῶν
      δοτική τῇ ἀφιλί ταῖς ἀφιλίαις
    αιτιατική τὴν ἀφιλίᾱν τὰς ἀφιλίᾱς
     κλητική ! ἀφιλί ἀφιλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀφιλί
γεν-δοτ τοῖν  ἀφιλίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀφιλία < ἀ- + φιλία

Ουσιαστικό

ἀφιλία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.