ἀρχιερωσύνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρχιερωσύνη αἱ ἀρχιερωσύναι
      γενική τῆς ἀρχιερωσύνης τῶν ἀρχιερωσυνῶν
      δοτική τῇ ἀρχιερωσύν ταῖς ἀρχιερωσύναις
    αιτιατική τὴν ἀρχιερωσύνην τὰς ἀρχιερωσύνᾱς
     κλητική ! ἀρχιερωσύνη ἀρχιερωσύναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρχιερωσύν
γεν-δοτ τοῖν  ἀρχιερωσύναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀρχιερωσύνη (ελληνιστική κοινή) < στη σημασία ἀρχιερεύς, σχηματισμός με ἀρχ- + ἱερωσύνη (< ἱερo- με ωμέγα επειδή προηγείται βραχεία συλλαβή, + -σύνη)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: Γράφτηκε με ορθογραφική απλοποίηση αρχιεροσύνη, ήδη στα μεσαιωνικά ελληνικά (ἀρχιεροσύνη).

Ουσιαστικό

ἀρχιερωσύνη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.