ἀπόλλυμαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπόλλυμαι < μέση-παθητική φωνή του ρήματος ἀπόλλυμι

Ρήμα

ἀπόλλυμαι

  1. καταστρέφομαι
  2. σφάζομαι
  3. φονεύομαι
  4. αφανίζομαι
  5. ερημώνομαι
  6. χάνομαι
  7. πεθαίνω
  8. λιώνω
  9. είμαι ελεεινός κι αξιολύπητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.