ἀπόλλυμαι
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἀπόλλυμαι
<
μέση-παθητική φωνή του ρήματος
ἀπόλλυμι
Ρήμα
ἀπόλλυμαι
καταστρέφομαι
σφάζομαι
φονεύομαι
αφανίζομαι
ερημώνομαι
χάνομαι
πεθαίνω
λιώνω
είμαι
ελεεινός
κι
αξιολύπητος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.