ἀποδίδομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
ἀποδίδομαι
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μεσοπαθητικού ενεστώτα του ἀποδίδωμι
- μεσοπαθητικές σημασίες του ἀποδίδωμι
- ※ 2ος πκε αιώνας Ξενοφών ο Εφέσιος, Εφεσιακά, 1, 13, 6.
- ἀγαγὼν δὲ ἡμᾶς ὅποι θέλεις, ἀπόδου τοὺς σοὺς οἰκέτας.
- ※ 2ος πκε αιώνας Ξενοφών ο Εφέσιος, Εφεσιακά, 1, 13, 6.
- πουλώ
- ↪ τὰ ἐπιτήδεια ἀποδίδοσθαι
- ενοικιάζω
- μεσοπαθητικές σημασίες του ἀποδίδωμι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.