ἀπελεύθερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀπελεύθερος | οἱ | ἀπελεύθεροι |
| γενική | τοῦ | ἀπελευθέρου | τῶν | ἀπελευθέρων |
| δοτική | τῷ | ἀπελευθέρῳ | τοῖς | ἀπελευθέροις |
| αιτιατική | τὸν | ἀπελεύθερον | τοὺς | ἀπελευθέρους |
| κλητική ὦ! | ἀπελεύθερε | ἀπελεύθεροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπελευθέρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀπελευθέροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἀπελεύθερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπελεύθερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.