ἀπελευθερία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀπελευθερίᾱ | αἱ | ἀπελευθερίαι |
| γενική | τῆς | ἀπελευθερίᾱς | τῶν | ἀπελευθεριῶν |
| δοτική | τῇ | ἀπελευθερίᾳ | ταῖς | ἀπελευθερίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀπελευθερίᾱν | τὰς | ἀπελευθερίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀπελευθερίᾱ | ἀπελευθερίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπελευθερίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀπελευθερίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀπελευθερία < ἀπελεύθερος + -ία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.