ἀναφύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀναφύω < ἀνά + φύω

Ρήμα

ἀναφύω και μέσο ἀναφύομαι

  1. παράγω εκ νέου, αναγεννάται κάτι δικό μου (τρίχωμα, φτερά κ.λπ.) ή αναγεννάται η φύση και παράγει φυτά
  2. γεννιώνται, ξαναπαρουσιάζονται ή παρουσιάζονται για πρώτη φορά, αναφύονται συκοφαντίες, φήμες, επιθυμιες
    αὖθις ἀναφύονται διαβολαί προς τους πολίτας
  3. (μεταφορικά) ξεφυτρώνω
    δύ' ἀνέφυσαν ῥήτορες (ξεπετάχτηκαν, εμφανίστηκαν, ξεφύτρωσαν δύο ρήτορες)
  4. κάνω νέα αρχή, καινούργιο ξεκίνημα

Συγγενικά

  • ἀνάφυσις, της ἀναφύσεως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.