αναφύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναφύομαι < αναφύω
Ρήμα
αναφύομαι
- εμφανίζομαι, εκδηλώνομαι, προκύπτω
Καθημερινώς αναφύονται πολλά προβλήματα και πραγματικά δε ξέρω με ποιο να καταπιαστώ πρώτα!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.