ἀνέφικτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀνέφικτος | τὸ | ἀνέφικτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀνεφίκτου | τοῦ | ἀνεφίκτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀνεφίκτῳ | τῷ | ἀνεφίκτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀνέφικτον | τὸ | ἀνέφικτον | ||
| κλητική ὦ! | ἀνέφικτε | ἀνέφικτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀνέφικτοι | τὰ | ἀνέφικτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀνεφίκτων | τῶν | ἀνεφίκτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀνεφίκτοις | τοῖς | ἀνεφίκτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀνεφίκτους | τὰ | ἀνέφικτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀνέφικτοι | ἀνέφικτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνεφίκτω | τὼ | ἀνεφίκτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνεφίκτοιν | τοῖν | ἀνεφίκτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀνέφικτος (ελληνιστική κοινή) < ἀν- στερητικό + αρχαία ελληνική ἐφικτός
Παράγωγα
- ἀνεφίκτως (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ἐφικτός, ἐφικνέομαι και ἱκνέομαι
Πηγές
- ἀνέφικτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.