ἀνάθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός (χωρίς σημείωση για την κλίση στην πηγή) κλίνεται όπως τα -θριξ | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀνάθριξ | οἱ/αἱ | ἀνάτριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀνάτριχος | τῶν | ἀνατρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀνάτριχῐ | τοῖς/ταῖς | ἀνάτριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀνάτριχᾰ | τοὺς/τὰς | ἀνάτριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀνάθριξ | ἀνάτριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνάτριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνατρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀνάθριξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀνά- + -θριξ
Ουσιαστικό
ἀνάθριξ (αρσενικό ή θηλυκό) δε σημειώνεται γένος ή κλίση
- (ελληνιστική κοινή , σε σχόλια) με σπαστά μαλλιά
- ※ Licinus: ανᾱθριξ ([sic] ⌘ G. Goetz, G. Gundermann, Glossae Latinograecae et Graecolatinae. Accedunt minora utriusque linguae glossaria, (τόμος 2) 1888, σελ. 123 , δημοσίευση κειμένου από χειρόγραφο γλωσσάριο του 7ου αιώνα)
Πηγές
- ἀνάθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.