ἀμύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἀμύνω | ἀμύνομαι (ῡ) |
| Παρατατικός | ἄμυνον-ἤμυνον (ῡ) | ἠμυνόμην (ῡ)-ἀμυνόμην (ποιητικός) |
| Μέλλοντας | ἀμυνῶ (ῠ)-ἀμυνέω | ἀμυνοῦμαι (ῠ) |
| Αόριστος | ἤμυνα (ῡ)-ἠμύναθον (ᾰ)-ἄμυνα (ποιητικός) | ἠμυνάμην (ῡ)-ἠμυναθόμην |
| Παρακείμενος | ||
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
Ρήμα
ἀμύνω
- αποκρούω, κρατώ κάποιον έξω
- ↪ παρακαλουμένη ἀμύνειν τὸν βάρβαρον (Πλάτων, Νόμοι, 692ε)
- Τρῶας ἄμυνε νεῶν
- υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, αγωνίζομαι αμυνόμενος
- ↪ γενναίως ἀμύνειν τῇ πόλει καὶ θεοῖς ἐγχωρίοις/τῷ νόμῳ / τῷ δήμῳ (Χρειάζεται στοιχεία)
- ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι
- βοηθώ
- (μέση φωνή) → δείτε ἀμύνομαι
- → δείτε παράθεμα στο απαρέμφατο ἀμύνεσθαι
- ἀμυνάθω (εκτεταμένος τύπος του 'ἀμύνω)
Αναφορές
- s.v. «άμυνα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀμύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.