ἀμφιφανής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀμφιφανής | τὸ | ἀμφιφανές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀμφιφανοῦς | τοῦ | ἀμφιφανοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀμφιφανεῖ | τῷ | ἀμφιφανεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀμφιφανῆ | τὸ | ἀμφιφανές | ||
| κλητική ὦ! | ἀμφιφανές | ἀμφιφανές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀμφιφανεῖς | τὰ | ἀμφιφανῆ | ||
| γενική | τῶν | ἀμφιφανῶν | τῶν | ἀμφιφανῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμφιφανέσῐ(ν) | τοῖς | ἀμφιφανέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμφιφανεῖς | τὰ | ἀμφιφανῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἀμφιφανεῖς | ἀμφιφανῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμφιφανεῖ | τὼ | ἀμφιφανεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμφιφανοῖν | τοῖν | ἀμφιφανοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀμφιφανής, -ής, -ές
Συνώνυμα
- ἀμφιφαής
Πηγές
- ἀμφιφανής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τόμ. Α΄, σελ. 153 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- ἀμφιφανής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.