ἀλλοπρόσαλλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀλλοπρόσαλλος | ἡ | ἀλλοπροσάλλη | τὸ | ἀλλοπρόσαλλον |
| γενική | τοῦ | ἀλλοπροσάλλου | τῆς | ἀλλοπροσάλλης | τοῦ | ἀλλοπροσάλλου |
| δοτική | τῷ | ἀλλοπροσάλλῳ | τῇ | ἀλλοπροσάλλῃ | τῷ | ἀλλοπροσάλλῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀλλοπρόσαλλον | τὴν | ἀλλοπροσάλλην | τὸ | ἀλλοπρόσαλλον |
| κλητική ὦ! | ἀλλοπρόσαλλε | ἀλλοπροσάλλη | ἀλλοπρόσαλλον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀλλοπρόσαλλοι | αἱ | ἀλλοπρόσαλλαι | τὰ | ἀλλοπρόσαλλᾰ |
| γενική | τῶν | ἀλλοπροσάλλων | τῶν | ἀλλοπροσάλλων | τῶν | ἀλλοπροσάλλων |
| δοτική | τοῖς | ἀλλοπροσάλλοις | ταῖς | ἀλλοπροσάλλαις | τοῖς | ἀλλοπροσάλλοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀλλοπροσάλλους | τὰς | ἀλλοπροσάλλᾱς | τὰ | ἀλλοπρόσαλλᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀλλοπρόσαλλοι | ἀλλοπρόσαλλαι | ἀλλοπρόσαλλᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλλοπροσάλλω | τὼ | ἀλλοπροσάλλᾱ | τὼ | ἀλλοπροσάλλω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀλλοπροσάλλοιν | τοῖν | ἀλλοπροσάλλαιν | τοῖν | ἀλλοπροσάλλοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀλλοπρόσαλλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἀλλοπρόσαλλος, -η, -ον
- (για τον Άρη) που στηρίζεται πρώτα στη μια πλευρά και έπειτα στην άλλη, άστατος, ευμετάβλητος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 889 (888-889)
- ὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς. | «μή τί μοι, ἀλλοπρόσαλλε, παρεζόμενος μινύριζε.
- Μ᾽ άγριο βλέμμ᾽ απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης: | «Εδώ μη κάθεσ᾽, άστατε, ωσάν παιδί να κλαίεις·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς. | «μή τί μοι, ἀλλοπρόσαλλε, παρεζόμενος μινύριζε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 889 (888-889)
- ευμετάβλητος, ασταθής
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Ορφικοί ύμνοι, Ὀρφικοὶ ὕμνοι, Νεμέσεως ὕμνος, στιχ. 11-12
- δὸς δ’ ἀγαθὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχθεῖς | γνώμας οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.
- δόσε [στους μύστες] να έχουν αγαθή διάνοια, και να καταπαύσεις τις πολυμίσητες | γνώμες , τις ανίερες, τις υπεροπτικές, τις ευμετάβλητες.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- δὸς δ’ ἀγαθὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχθεῖς | γνώμας οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Ορφικοί ύμνοι, Ὀρφικοὶ ὕμνοι, Νεμέσεως ὕμνος, στιχ. 11-12
- κακόπιστος, δόλιος
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 46.4, @scaife.perseus
- καὶ δόλον ἀλλοπρόσαλλον ἀθηήτου Διονύσου,
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 46.4, @scaife.perseus
- (για κύματα, κ.α.) διαδοχικός
Πηγές
- ἀλλοπρόσαλλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλλοπρόσαλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.