ἀλθαία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλθαί αἱ ἀλθαῖαι
      γενική τῆς ἀλθαίᾱς τῶν ἀλθαιῶν
      δοτική τῇ ἀλθαί ταῖς ἀλθαίαις
    αιτιατική τὴν ἀλθαίᾱν τὰς ἀλθαίᾱς
     κλητική ! ἀλθαί ἀλθαῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλθαί
γεν-δοτ τοῖν  ἀλθαίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀλθαία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἀλθαία θηλυκό

  1. (φυτό) αλθαία
  2. (φυτό) δεντρομολόχα
  3. (φυτό) νερομολόχα

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.